ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟΣ ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ της Μεσαίας τάξης

Και πριν από την πανδημία αλλά κι εν μέσω αυτής, η κυβέρνηση εμπαίζει τη μεσαία τάξη!
Η κυβέρνηση ανήλθε στην εξουσία υποσχόμενη ότι θα ενισχύσει σημαντικά την μεσαία τάξη της χώρας η οποία, σύμφωνα με την ίδια ρητορική, υποτίθεται ότι είχε πληγεί από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ακριβώς έναν χρόνο πριν, στις 9/4/2019 ο κ. Μητσοτάκης δήλωνε ότι «θα επιστρέψω στην μεσαία τάξη όσα της πήρε ο ΣΥΡΙΖΑ».
Είναι γεγονός ότι ο επιστημονικός ορισμός της μεσαίας τάξης δεν είναι σαφής. Ο Υπουργός Οικονομικών χρησιμοποίησε πρόσφατα ορισμό του ΟΟΣΑ, που φυσικά και δεν γίνεται αποδεκτός στη χώρα μας. Με βάση αυτόν τον ισχυρισμό, «ως μεσαία τάξη χαρακτηρίζονται τα νοικοκυριά με ένα άτομο που εισοδηματικά κινούνται μεταξύ 6.294 € και 16.783€».Δηλαδή από 520 έως 1.394 ευρώ τον μήνα. Ακόμη και με αυτόν τον ορισμό, είναι σαφές ότι η μεσαία τάξη καταποντίστηκε τα χρόνια της ΝΔ ενώ τα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ η θέση της βελτιώθηκε!Μία οικογένεια της μεσαίας τάξης από το 2010 έως το 2014 είχε μείωση του ετήσιου εισοδήματός της από 5.200 ευρώ έως 13.860 ευρώ. Αντίθετα, στα τρία πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ (για τα οποία υπάρχουν στοιχεία) η οικογένεια αυτή είδε μία αύξηση του ετήσιου εισοδήματός της από 520 έως 1.500 ευρώ.
Με βάση όμως άλλους ορισμούς, η ταξική ένταξη των ατόμων έχει να κάνει με την θέση τους στην παραγωγή. Σύμφωνα με αυτούς, στη μεσαία τάξη, εντάσσονται οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι αυτοαπασχολούμενοι, μέρος των μισθωτών - ιδιαίτερα οι έχοντες τριτοβάθμια εκπαίδευση - οι ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων καθώς και μέρος των αγροτών. Οι άνθρωποι αυτοί πλήττονται βάναυσα σήμερα από τις οικονομικές επιπτώσεις του Covid-19 και η κυβέρνηση αρνείται να τους ενισχύσει παρά τις δυνατότητες που υπάρχουν χάρη και στο ταμειακό μαξιλάρι που άφησε ο ΣΥΡΙΖΑ και τους ευρωπαϊκούς πόρους.
Παράλληλα, πολλοί μελετητές αναφέρουν ότι η ένταξη στη μεσαία τάξη εξαρτάται από το μέγεθος των πόρων που διαθέτει ένα άτομο για να ανταπεξέλθει στις καθημερινές του ανάγκες αλλά και για να αντιμετωπίσει απροσδόκητες καταστάσεις όπως ένα ατύχημα ή η δυνατότητα του να παραμείνει εκτός ορίων φτώχιας για ένα εξάμηνο μετά από απώλεια της εργασίας του. Έτσι, η επιστημονική βιβλιογραφία επισημαίνει ότι είναι εξαιρετικά σημαντική η ύπαρξη ενός ισχυρού κράτους πρόνοιας για την στήριξη της μεσαίας τάξης, κάτι που επίσης δεν αποτελεί προτεραιότητα της κυβέρνησης ΝΔ.
Τι ισχύει για τα μεσοστρώματα και τι χρειάζεται να γίνει τώρα;
Ανεξαρτήτως ορισμού, είναι γεγονός ότι η μεσαία τάξη απώλεσε πολύ σημαντικό μέρος τους εισοδήματός και της περιουσίας της κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και είχε αρχίσει να ανακάμπτει τα τελευταία χρόνια.
Ωστόσο, τα πρώτα νομοθετήματα της ΝΔ, πριν την κρίση του Covid-19, είχαν ως ξεκάθαρο στόχο την ενίσχυση των πολύ υψηλών εισοδημάτων.Τα όποια οφέλη είδαν τα μεσαία στρώματα ήταν πολύ περιορισμένα, σημαντικά χαμηλότερα από αυτά που θα είχαν, αν μεγάλο μέρος του δημοσιονομικού κόστους των μέτρων αυτών αξιοποιούνταν για τα στρώματα αυτά.
Από την έναρξη της υγειονομικής κρίσης, η κυβέρνηση παλινωδεί, αρνούμενη πεισματικά να την ενισχύσει, παρά τη δυνατότητα που προσφέρουν τα ταμειακά διαθέσιμα που της άφησε η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και οι πόροι της ΕΕ.
Τι θα έπρεπε να γίνει:
(α) Η ενίσχυση σήμερα των εισοδημάτων μισθωτών, ελεύθερών επαγγελματιών, αυτοαπασχολούμενων και η ενίσχυση των επιχειρήσεων συνιστούν προϋπόθεση για την ανάσχεση μιας μεγάλης οικονομικής ύφεσης και ενός 4ου μνημονίου, που θα είναι καταστροφικό για την χώρα και για την κοινωνία.
(β) Τα 533 ευρώ τον μήνα δεν είναι αρκετά για τους μισθωτούς. Τα 600 ευρώ για 1,5 μήνα δεν είναι αυτό που αρμόζει στους ελεύθερους επαγγελματίες που ασκούν επιστημονικό επάγγελμα. Οι ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων έχουν ανάγκη μη επιστρεπτέας ενίσχυσης!
Τα παραπάνω, έχει προτείνει και ο ΣΥΡΙΖΑ στο κοστολογημένο πρόγραμμα "Μένουμε Όρθιοι" και στο οποίο περιλαμβάνονται μέτρα όπως η καταβολή πλήρους μισθού στους μισθωτούς, η καταβολή μηνιαίου επιδόματος σε Ελεύθερους Επαγγελματίες ίσο με το 1/12 του περσινού τους εισοδήματος και η ενίσχυση ύψους 3 δις χωρίς υποχρέωση επιστροφής για τις επιχειρήσεις.